- τανάχαλκος
- τανάχαλκοςof stretchedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανάχαλκος — και ταναίχαλκος, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σφυρήλατο χαλκό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πολύχαλκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανά χαλκος (αντί *ταναό χαλκος, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, υψηλός» + χαλκός (πρβλ. πολύ χαλκος). Ο… … Dictionary of Greek
τανάχαλκον — τανάχαλκος of stretched masc/fem acc sg τανάχαλκος of stretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναίχαλκος — ον, Α βλ. τανάχαλκος … Dictionary of Greek